Sunday, March 29, 2015

Εποχές


Χάνω τα λόγια μου 
πολλές φορές
και φοβάμαι 
πως μια μέρα θα ξεχάσω
Θα σταματήσω να γράφω
Εχθές το είδα στον ύπνο μου
Είχα να γράψω καιρό
Και αγχώθηκα
τόσο που ξύπνησα
Γι αυτό σου λέω αγάπη μου
μη σταματήσεις ποτέ
να διαβάζεις
και μη σταματήσεις να γράφεις
είναι ότι έχουμε
είναι ίσως το μόνο που έχουμε
είναι η τελευταία απέλπιδα προσπάθεια
να μας θυμίζει ότι είμαστε ακόμα άνθρωποι
Έρχεται η άνοιξη
και ο ήλιος πιο φωτεινός
άλλαξε και η ώρα
Και θα έπρεπε αυτή τη περίοδο
να είμαι περισσότερο χαρούμενος
Μα οι μέρες δε μου βγαίνουν
και για ένα περίεργο λόγο
χειμώνα νιώθω, μέσα και έξω
Ίσως να φταίει η στιγμή
Ίσως να φταις και συ
μπορεί να φταίει και το κρασί
Ας είναι όμως αγάπη μου
θα σε αφήσω με ένα στίχο 
από ένα αγαπημένο τραγούδι
“ξέχνα τι μας έχουν μάθει
πριν γεράσουμε πολύ”

Καληνύχτα

Monday, March 16, 2015

Για μια δόση



Πάνε μήνες πια. Ξύπνησα πάλι με αφόρητους πόνους στο κεφάλι. Κοιτάω το ρολόι. 03:00, ξημερώματα. Βρίζω Χριστούς και παναγίες ενώ δε πιστεύω ότι υπάρχουν. Κατάλοιπα βλέπεις. Προσπαθώ να κοιμηθώ αλλά ο πόνος παραμένει να μου θυμίζει πως είμαι σε ανάγκη. 

Εχθές στο πάρκο ο Τζονι μου είπε πως κάποιος λέει, έχει, και μπορεί να με κανονίσει με το απαραίτητο αντάλλαγμα βέβαια. Δεν είμαι σίγουρος αν μου λέει την αλήθεια ή προσπαθεί να μου δώσει μια λύση placebo για μια ηρεμία ψυχής. 

Ανοίγω το λαπτοπ και ψάχνω στο διαδίκτυο. Στα φόρουμ λένε πως κανένας δεν έχει πια. Ο κόσμος πονάει αλλά πουθενά να βρεθεί έστω και ένα μικρό δείγμα, να σε κάνει να νιώσεις πάλι καλά… Λιγάκι άνθρωπος ρε γαμώτο.

Η Σοφία μου λέει στα μηνύματα πως πονάει. Δε θέλω να την πάρω τηλέφωνο. Πάντα παθαίνω κάτι όταν την ακούω να πονάει. Φαντάζομαι απλά ότι δεν είναι τόσο σοβαρό. Όχι όσο η δική μου περίπτωση τουλάχιστον. Όχι, όχι, μακάρι να μην είναι.

Πηγαίνω στη πλατεία. Πρέπει να βρω τον κυρ Φώτη τον διανοούμενο. Ελπίζω να έχει κανένα νέο για μένα σήμερα. Του είπα ότι χρειάζομαι να βρω έστω και λίγο. Να κάνω το κομμάτι μου. Να φύγει απλά ο πόνος. 

Ο Φώτης μου λέει πως μιλάνε παντού για παντελή εξαφάνιση. Κανένας δεν έχει, κανένας δε μπορεί να βρει. Μιλάνε για μια περίοδο αγωνίας. Μας βρήκαν απροετοίμαστους. Πού να ξέρεις άλλωστε. Συνήθως νομίζεις ότι έχεις όλο το χρόνο στη διάθεσή σου. "Έλα μωρέ σιγά", μου έλεγε ο Σπιν όταν του έλεγα για τις φήμες. Αλλά να, να που επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά τα τρελά σενάρια και με τον πιο σκληρό τρόπο.

Όλα ξεκίνησαν βράδυ. Σαν ταινία φίλε, βράδυ ξεκινούν όλα τα κακά. Στην αρχή έντρομος ο κόσμος πίστεψε τυφλά τα κανάλια. Όπως πάντα γινόταν άλλωστε, γιατί να αλλάξει κάτι τώρα; Οι ρεπόρτερ λέγανε πως πρέπει να τα καταστρέψουν όλα. Μέχρι και το τελευταίο γραμμάριο. Και αυτό κάνανε. Τα καταστρέψαν όλα. Μέχρι και αυτά τα λίγα που είχαμε για μας. Για προσωπική χρήση. Αυτή ήταν η λύση του συστήματος γιατί δε μπορούσαν πια να ξεχωρίσουν τα καλά από τα κακά. 

Βλέπεις πολλοί τα παίρναν, κάνανε χρήση και μετά ξαφνικά σαν να ξυπνούσαν. Σαν τρελοί τρέχανε στους δρόμους. Φωνάζαν “Βοήθεια!”, “Ψέμα, ψέμα είναι όλα”. Διαχειρίσιμο μεν αλλά οι σειρήνες είχαν αρχίσει από πιο πριν. Έτσι μετά από μήνες, αναταραχές και ξεσηκωμούς, εν τέλει πάρθηκε η απόφαση να γίνουν στάχτη όλα. 

Έτσι πάνε μήνες. Και εγώ, από αυτούς που ξυπνήσαν, βρίσκομαι σε πόνο. Τρέμω και ωρύομαι τη νύχτα από τους εφιάλτες και το κεφάλι που πάει να σπάσει. Πηγαίνω στην τελευταία μου ελπίδα να βρω έστω και λίγο. Είναι μια σέκτα, λένε, τους αποκαλούν Νέγκρα Ρόσα. Δύσκολα άτομα, επιθετικά θα έλεγα. Καχύποπτα, πως να μην είναι άλλωστε. Αυτοί μπορεί και να έχουν να με βολέψουν, έτσι λέει η Κριστιάνια, αλλά μου είπε να προσέχω και να πάρω μαζί μου κάτι πολύτιμο για αντάλλαγμα. Κάτι που δε θα μπορούν σίγουρα να αρνηθούν και να μου δώσουν. 

Βρίσκω έναν από αυτούς. Τους αναγνωρίζεις αν ξέρεις μόνο για ποιούς ψάχνεις. Ξανθός με γυαλιά. Κάθεται έξω από ένα εγκαταλειμμένο κτήριο. Για κάποιο λόγο μου θύμιζε βιβλιοθήκη. Χαμογελάω και με κοιτάει σοβαρός ο ξανθός καθώς μπαίνουμε μέσα. Περπατάμε σε σκονισμένους, και μισοκατεστραμμένους διαδρόμους. Μούχλα και γενικά άπνοια μέσα στο κτήριο. Με πηγαίνει ο ξανθός να γνωρίσω τον "αρχηγό” τους. Τον φωνάζουν λέει, Μάρκος, και απλά να του πω κατευθείαν τι θέλω και τι δίνω γι αυτό. Όχι παραπάνω κουβέντες.

Κοιτάω το ρολόι μου. Έχει πάει 6. Το χέρι μου δεν έχει σταματήσει να τρέμει και ιδρώνω ασύστολα. Ελπίζω να μη το παρατήρησαν και να νομίζουν ότι κάτι άλλο παίζει με τη πάρτη μου. Παρόλα αυτά προσπαθώ να συγκρατηθώ και να δείξω ψυχραιμία. Ο Μάρκος κάθεται σε ένα τραπέζι που μοιάζει με γραφείο. Με κοιτάει, μαντεύω, μέσα από τα γυαλιά ηλίου. Δεν είμαι σίγουρος αν δε μπορώ να διακρίνω τα μάτια του από το πόσο σκοτεινά είναι τα γυαλιά ή από το πόσο σκονισμένα. 

  • Πως σε λένε;
  • Σκιεράτσα
  • Πόσο καιρό έχεις;
  • 2 μήνες τώρα
  • Πονάς;
  • Απίστευτα
  • Ελπίζω να έχεις κάτι για μένα. Καταλαβαίνεις πως αν το δίναμε σε όλους έτσι δε θα δούλευε το πράγμα
  • Έχω κάτι, ξέρω ακριβώς τι πρέπει να κάνω
  • Και τι έχεις λοιπόν για μένα.

Κάνω μια κίνηση στη τσάντα μου. Με κοιτάνε ακόμη πιο καχύποπτα και σηκώνονται σχεδόν τρομαγμένοι. Βγάζω μέσα από τη τσάντα μια πετσέτα. Την ξετυλίγω σιγά σιγά, και βλέπω τον Μάρκος, με την άκρη του ματιού μου να πετάγεται από το τραπέζι που κάθεται και να κατευθύνεται προς εμένα. Πριν προλάβω να το ξετυλίξω καλά καλά μου το παίρνει από τα χέρια και το κοιτάει. Μετά με μια γρήγορη ματιά προς εμένα, κολλάει πάνω μου και μου ψυθιρίζει.

  • Που το βρήκες αυτό;
  • Το είχα κρυμμένο. Όταν έγινε η κάθαρση το κράτησα σε ένα σημείο που δε θα έψαχναν ποτέ. Στα λουλούδια του μπαλκονιού. 
  • Πάντα μισούσαν τη φύση, καριόληδες… Είσαι τρελός να το κουβαλάς μαζί σου φίλε.
  • Δεν το κουβαλάω, σήμερα το πήρα, για να έρθω εδώ.

Ο Μάρκος το κοιτάει και δεν έχει πάρει τα μάτια του για ώρα από πάνω του. "Είναι αυθεντικό" λέει στη κοπέλα με τις τζίβες. Εκείνη χαμογελάει και μου γνέφει καταφατικά. Ο Μάρκος συνεχίζει να το κοιτάει και κουνάει το χέρι του στιγμιαία. Έρχεται δίπλα του μια άλλη κοπέλα και το ακουμπάει. Ο Μάρκος την κοιτάει με περιέργεια.

  • Μελίσσα, πάρε αυτό το λεξικό και πήγαινέ το στον τρίτο. Ο Δημήτρης ξέρει που να το κρύψει. 
  • Μάλιστα Μάρκος
  • Προσοχή ε; Αυτό δεν είναι παιχνίδι. Αν μαθευτεί, έχουμε πεθάνει όλοι. 

Ο Μάρκος φεύγει τώρα και πηγαίνει σε ένα δωματιάκι που μοιάζει με αποθηκάκι. Βγαίνει από μέσα με μια τσάντα. Δεν είναι πλαστική, αλλά πάνινη. Πόσο καιρό έχω να δω τέτοιες, συλλογίζομαι, ξεχνώντας τον πόνο. 

  • Μόλις ήρθες σήμερα και σε είδα, πίστευα ότι θα είσαι από τους κλασικούς φίλε Σκιεράτσα. Έρχονται με εφημερίδες και περιοδικά. Και φεύγουν με άδεια χέρια. Αλλά εσύ σήμερα, είσαι κάπως ξεχωριστή περίπτωση. Ξέρεις τι ψάχνεις. Και εγώ ξέρω τι ζητάς. Γι αυτό θα σου δώσω ένα δείγμα. Αρχικά.
  • Δηλαδή; Τι έχεις για μένα (προσπαθώ να κρύψω την χαρά μου, αν γίνεται).
  • Έχω κάτι που νομίζω ότι θα σε βοηθήσει. Θα σου καταπραΰνει τον πόνο, τουλάχιστον για λίγο.
  • Αυτό θέλω. Βασικά το χρειάζομαι.
  • Το βλέπω. Όμως, όπως σου είπα, η περίπτωση σου είναι ξεχωριστή, μας έφερες αυτό που ακριβώς χρειαζόμασταν. Και σίγουρα δε κάνω λάθος όταν λέω πως είσαι κάποιος που ξέρει ακριβώς τι θέλει. Πες μου, θέλεις να φύγει ο πόνος για καιρό;
  • Τι εννοείς;
  • Πες μου αν θέλεις, φίλε μου.
  • Εννοείται. Κάθε μέρα αυτό σκέφτομαι. Θέλω να τελειώνει. Αλλά δε θέλω να τελειώσω εγώ. Θέλω απλά να βρω, για να νιώσω καλά.
  • Πάρε αυτή τη τσάντα. Βάλ’τη μέσα στη τσάντα σου και πήγαινε κατευθείαν σπίτι σου. Όταν φτάσεις, κλείσε τις κουρτίνες. Αν βεβαιωθείς ότι δε σε βλέπει κανείς, άνοιξέ τη. Αν σου αρέσει αυτό που θα δεις τότε, έλα πάλι εδώ. Πάρε ένα ζευγάρι γυαλιά. Θα τα χρειαστείς έτσι και αλλιώς, αλλά κυρίως συμβολικά. Βλέπεις “αλλιώς”.
  • Σε ευχαριστώ.
  • Πρέπει να φύγεις τώρα.

Παίρνω τη τσάντα και κοιτάω για μια ακόμη φορά τριγύρω. Τα άτομα με κοιτούν σαν με σεβασμό πλέον, σαν να έχουν μια δόση ελπίδας.

  • Σκιεράτσα; 
  • Ναι;
  • Σε ευχαριστούμε.

Η κοπέλα με τις τζίβες χαμογελάει καθώς μου το λέει αυτό και πηγαίνει μέσα σε ένα από τα δωμάτια. Φεύγω. 

Στο δρόμο, γεμάτος αγωνία, προχωράω γοργά. Έχει ήδη νυχτώσει, και με πιάνει πανικός. Αλλά και μια μεγάλη προσμονή να πάω σπίτι, να ανοίξω τη τσάντα. Να δω τι μου έχουν δώσει. Ελπίζω να είναι καλό. Ελπίζω να με βοηθήσει έστω και λίγο. Και ελπίζω να είναι κάτι που θα με κάνει να νιώσω πάλι λίγο άνθρωπος. Ελπίζω, τέλος πάντων, να μη με ξεγέλασαν και να με οδηγήσουν πίσω σε αυτούς. Για ένα μυστήριο λόγο ένιωσα ότι ανήκω εκεί.

Φτάνω στο σπίτι. Η Μαρία με κοιτάει και με ρωτάει αν βρήκα τίποτα. Της γνέφω αρνητικά και πετάει με θυμό το τσιγάρο της στο δρόμο βρίζοντας το σπίτι της. Της εξηγώ πως αυτό δε βοηθάει και την καληνυχτώ.

Ανεβαίνω στο διαμέρισμά μου. Δεν ανοίγω καν τα φώτα και βεβαιώνω ότι όλες οι κουρτίνες είναι κλειστές και δε με βλέπει κανείς απ έξω. Ψάχνω και βρίσκω ένα μικρό κερί. Το κρατούσα από τότε που μια πρώην μου γούσταρε κεριά και μαλακίες για να το παίζουμε ρομαντικοί. Το ανάβω και κάθομαι στη μέση του πατώματος. Ακουμπάω τη τσάντα δίπλα μου και την ανοίγω. Κοιτάω μέσα και το βγάζω προσεκτικά από τη τσάντα. Σκονισμένο, λιγάκι το ανοίγω προσεκτικά και το μυρίζω. Πρέπει να είναι παλιό, έτσι φαίνεται. Αλλά θα κάνει. 

Το φέρνω προς το φως για να μπορέσω να διακρίνω το είδος του. Το μυαλό μου νομίζω πως κατευθείαν μούδιασε στην ιδέα. Χωρίς να το έχω χρησιμοποιήσει ακόμα. Το ξανανοίγω με προσοχή και κοιτάω. Ένα μικρό χαρτάκι πάει να πέσει και το πιάνω. Το διαβάζω. 

“Αυτό εδώ είναι απλά ένα δείγμα. Δε μπορεί να είναι κάτι παραπάνω γιατί το υπόλοιπο έχει καταστραφει. Αν αυτό που διαβάζεις είναι κάτι που θα σε βοηθήσει, ξέρεις που θα μας βρεις. Δεν είσαι μόνος/η. Σε παρακαλούμε μόνο να το γυρίσεις πίσω.”

Το ξανανοίγω για τρίτη φορά. Κοιτάω δεξιά και αριστερά θαρρείς και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Σχεδόν κλαίω. Είναι αυτό που χρειάζομαι. Αυτό που έψαχνα. Επιτέλους, λίγη ανακούφιση. Είναι ένα βιβλίο.

Η πρώτη σελίδα γράφει:

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ

στον αξέχαστο φίλο μου

στον πιστό, τολμηρό, ευγενικό πρωτοπόρο αγωνιστή
του προλεταριάτου

Βίλχελμ Βόλφ.


Γεννήθηκε στο Τάρναου στις 21 του Ιούνη 1809. Πέθανε στην εξορία στο Μάντσεστερ στις 9 του Μάη 1864.

Friday, March 13, 2015

Γάματα από το μέτωπο 11



Ήθελα να σε πάρω τηλέφωνο
να σε ρωτήσω για εκείνη τη γαμημένη
τη θεωρία του Κέρουακ που λέει
“Ο παίζων χάνει και ο πίνων μεθά”
Και να συζητήσουμε μέχρι το πρωί
κάτω από τις κίτρινες και άγριες
λάμπες της μουντής πόλης
Να φοράς το ζακέτο μου 
που σε χωράει ειλικρινά άλλες 2 φορές
και να γράφω στο κινητό μου
στίχους που μου έρχονται στο μυαλό 
όταν σε κοιτάω
Αλλά καθώς κοίταξα το παράθυρο
προσγειώθηκα κάπως ανώμαλα
Ξέρεις σου το έχω πει
σου γράφω αλλά δε σε έχω γνωρίσει ακόμα
ίσως και να γράφω στην τελική σε μένα
ίσως παραμιλάω ως μια πρόιμη μορφή παράνοιας
Αλλά μωρό μου ξέρεις
οι έρωτες δεν πάσχουν από λογική
εμείς οι ανένδοτα ρομαντικοί
έχουμε αυτό το ρημάδι το συνήθειο
να φτιάχνουμε στιγμές που μπορεί να μη ζήσουμε ποτέ.
Ας είναι ρε μωρό μου
τουλάχιστον γράφω
Και σήμερα δε σε γνώρισα
Και με τρελαίνει η σκέψη πως και πάλι
πέρασες τυχαία από μπροστά μου
και ενώ ήμουν χαμένος στη μουσική
όπως πάντα
απλά σε προσπέρασα
ενώ έψαχνες στη τσάντα σου
μια τσίχλα για το δρόμο
Μια αναζήτηση
για μια συζήτηση

για την αγάπη, γαμώ

Tuesday, March 10, 2015

Ασπρόμαυρο μοτίβο παιδικής αθωότητας



Η Μαρίνα είναι ένα καλό παιδί
Η Μαρίνα βγαίνει με τις φίλες της 
και τα αγόρια του καφέ
τις κοιτάζουν εκστατικά
Η Μαρίνα παίζει με την ομορφιά της
γιατί γνωρίζει ότι έχει πέραση
αν και νιώθει μειονεκτικά
σε σχέση με τα μοντέλα
που πάντα προσπαθεί να μοιάσει.
Η Μαρίνα μαζεύει λεφτά κρυφά
και τα ρούχα που αγοράζει
από διάφορα καταστήματα
τη μεταμορφώνουν σε μια
αρκετά σέξυ κοπέλα
Ολόκληροι οίκοι ομορφιάς
και ρούχων πατούν επάνω
σε μια γενιά εφήβων
που το παίζουν free spirit
Η Μαρίνα όμως είναι ανήλικη
Ποσώς που την ενδιαφέρει
έχει στο μυαλό της
της ανυπέρβλητη έκσταση της προσοχής
Η Μαρίνα γνώρισε τον Γιώργο
Η Μαρίνα προσπαθεί
να μην ακούει τον Γιώργο
που προσπαθεί να της τη πέσει
αλλά τη γοητεύει η προσοχή όπως είπαμε
αλλά από την άλλη στα δύο ποτά
νιώθει ήδη εκτός εαυτού
και τα πράγματα είναι θολά στο μυαλό της
Η Μαρίνα στο αμάξι του Γιώργου
ερωτοτροπεί για πρώτη φορά.
Η Μαρίνα ξυπνά σπίτι της
με ένα τεράστιο πονοκέφαλο
και μια παιδικότητα
που δε πρόκειται να γυρίσει πίσω
Η Μαρίνα κλαίει
δε μπορεί να πει τίποτα στους γονείς της
όχι μόνο δε θα τη καταλάβουν
θα τη δείρουν κι από πάνω
Η Μαρίνα παίρνει τηλέφωνο
και προσπαθεί να μιλήσει στο Γιώργο
αλλά ο τύπος κάνει πως δε τη ξέρει καν
άλλωστε κάλλιστα θα μπορούσε
να βρει τον μπελά του, της το κλείνει
και τη βρίζει με απειλές
Μαρίνα, κοπέλα 15 χρονών
συναισθηματικά και σωματικά
βιασμένη
σκέψου πως ενήληκας θα είσαι
μέχρι να πεθάνεις.
Παιδί θα είσαι μέχρι να πονέσεις
Μη βιάζεσαι
αυτή είναι μια φανταστική ιστορία
Δεν χρειάζεται να γίνει αλήθεια

Σου υπόσχομαι ότι σύντομα θα γνωρίσεις τους μεγαλύτερους έρωτες της ζωής σου. Και θα καταστραφείς από αυτούς. Και θα πονέσεις. Αλλά σίγουρα θα μεγαλώσεις, γιατί από αυτό κανείς δε γλυτώνει.

Sunday, March 8, 2015

Είσαι γυναίκα


Είσαι θύελλα
περνάς και σκορπίζεις ανέμους
λυσσαλέους να φουσκώνουν κύματα
και αντάρα χειμωνιάτικης νυκτός
Είσαι η ίδια η θάλασσα
αδιάκοπα να ταξιδεύεις
προς τα πέρατα της γης
και το άπειρο
Είσαι καταιγίδα
μυρωδιά υγρού χώματος
και καλοκαιρινή βροχή
που θα πλύνει τα λάθη μας για λίγο
Είσαι όμως και ηλιαχτίδα
το πρώτο θαύμα
που βλέπει το μάτι νεαρού ζευγαριού
που κάθεται στην αμμουδιά, αγκαλιά
Είσαι δροσοσταλιά
φρέσκια ευωδία λούλουδου
σε ένα Κυριακάτικο πρωινό
και ανοιξιάτικη πνοή
Είσαι η ελπίδα
και σε βαφτίζουν όνειρο
γενιές που ετοιμάζονται να πολεμήσουν
για ένα καλύτερο αύριο
Είσαι σαν και μένα
χωρίς διαφορές
μονάχα πάθος για λίγη ανθρωπιά
και βαριά θλήψη για την αδικία
Είσαι γυναίκα
και είσαι πάντα στο πλευρό μου
αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου
και συνάνθρωπος μου
Για εσένα, χωρίς πρόσωπο
χωρίς όνομα
για σένα, και μένα

Για μας

Thursday, March 5, 2015

Ένα βήμα



Κάνε ένα βήμα, ένα μόνο - όχι παραπάνω, και εγώ θα διανύσω χιλιόμετρα για να έρθω να σε βρω. Να κρατήσεις τη δύναμή σου, μονάχα αρκεί που προσπάθησες. 

Κάνε απλά ένα βήμα. Ψάξε να με βρεις, να μου πεις πόσο σ’αρέσει να σου γράφω. Και κάτι ξημερώματα, στα σκαλιά να με βρεις να ακούω μουσική. Μη διστάσεις. Ένα χαμόγελο θέλω, ξέρεις δε ζητάω πολλά.

Κάνε το βήμα και πάρε με τηλέφωνο, μια Κυριακή πρωί. Κάλεσέ με για καφέ ή φαγητό. Και μια ατελείωτη βόλτα κάτω από ολόγιομο φεγγάρι. Να διαφωνείς που στη ταινία χθες, μου άρεσε όταν ο πρωταγωνιστής έπεσε στα πόδια κλαίγοντας.

Ένα βήμα κάνε, πες μου για το βιβλίο που τόσο πολύ αγαπάς, και φοβάσαι πως θα το τελειώσεις νωρίς. Πες μου για το τραγούδι που δε σ’αφήνει να κοιμηθείς. Ανατριχιάζω να σκέφτομαι, ότι μπορεί να είναι το ίδιο τραγούδι που ταλαιπωρεί και μένα.

Βημάτισε στο σκοτάδι μαζί μου, και μη φοβάσαι γιατί και τη ζωή μου θα δώσω για να είσαι καλά, αρκεί να κάνεις αυτό το ρημάδι το βήμα.


Χαμογέλα και δείξε μου το δρόμο. Βήματα μαζί. Βήματα μπροστά. Βήματα θα κάνουμε πολλά. Συνάντησέ με στη διασταύρωση και θα περπατήσουμε μαζί ως το φως. 

Wednesday, March 4, 2015

Ληξιπρόθεσμα αφελής



Και μια στροφή
γύρω από τον εαυτό μου
Ω ναι, βρέχει
και μ’αρέσει
γιατί όλοι κρατάνε ομπρέλες
και γελάω παικτικά
Αυτό που σε έχει φτιάξει
το φοβάσαι τόσο
Και τίποτα δε χαιρόμαστε
Φυλαγόμαστε 
από τη βροχή
από τον ήλιο
από το τσιγάρο
από τις κρεπάλες
από το αλκοόλ
Φυλαγόμαστε
Και στο τέλος;
Πεθαίνουμε
Μόνο προσοχή
αυτό το μήνυμα που διαβάζεις
μπορεί να σε κάνει να σκεφτείς
απλά προσοχή…

Φυλάξου

Sunday, March 1, 2015

Χρονικά περιθώρια



Ο χρόνος, λένε, 
είναι ο καλύτερος γιατρός 
εγώ όμως δεν έχω χρόνο 
για τέτοιου είδους φιλοσοφήσεις
Υπάρχω 
και ζω τη κάθε μέρα καταχρηστικά
Πεινασμένος από ζωή 
παρότι τα 29 μου χρόνια 
σε αυτό το σύμπαν
Αλλά γιατί να προσαρμοστώ; 
Γιατί να το κάνω αυτό 
στον εαυτό μου;
Όρια υπάρχουν 
μόνο στα μαθηματικά
Η ζωή θέλει αναρχία
Και εγώ θέλω τα πάντα
και ξέρεις θα κάνω τα πάντα
για να έχω αυτά που θέλω
για να σε έχω
για να είμαι εγώ
Στα ακουστικά ακούγεται
ένα τραγούδι με ακαθόριστο στίχο
από αυτά που απλά σε ταξιδεύουν
χωρίς να σημαίνουν κάτι οι λέξεις
Τι όμορφο, αλήθεια,
και πόσο συνταρακτικό
ένα τραγούδι το οποίο 
το διαμορφώνει η μουσική του
και το ίδιο σου το μυαλό.
Γλωσσολαλιά
έτσι ονομάζεται αυτή η διαδικασία
Ίσως και οι δικές μου οι λέξεις
κάπως έτσι να βγαίνουν προς τα έξω.
Ας είναι
Έτσι και αλλιώς δεν είμαι ποιητής
πετάω λέξεις από δω και ‘κει
προσπαθώντας να βγάλω νόημα
σε αυτή τη μπερδεμένη ζωή
και ίσως κάποτε
κάποιος να τα διαβάσει και να πει

Ρε φίλε, αυτός, 
αυτό εννοούσε