Monday, March 16, 2015

Για μια δόση



Πάνε μήνες πια. Ξύπνησα πάλι με αφόρητους πόνους στο κεφάλι. Κοιτάω το ρολόι. 03:00, ξημερώματα. Βρίζω Χριστούς και παναγίες ενώ δε πιστεύω ότι υπάρχουν. Κατάλοιπα βλέπεις. Προσπαθώ να κοιμηθώ αλλά ο πόνος παραμένει να μου θυμίζει πως είμαι σε ανάγκη. 

Εχθές στο πάρκο ο Τζονι μου είπε πως κάποιος λέει, έχει, και μπορεί να με κανονίσει με το απαραίτητο αντάλλαγμα βέβαια. Δεν είμαι σίγουρος αν μου λέει την αλήθεια ή προσπαθεί να μου δώσει μια λύση placebo για μια ηρεμία ψυχής. 

Ανοίγω το λαπτοπ και ψάχνω στο διαδίκτυο. Στα φόρουμ λένε πως κανένας δεν έχει πια. Ο κόσμος πονάει αλλά πουθενά να βρεθεί έστω και ένα μικρό δείγμα, να σε κάνει να νιώσεις πάλι καλά… Λιγάκι άνθρωπος ρε γαμώτο.

Η Σοφία μου λέει στα μηνύματα πως πονάει. Δε θέλω να την πάρω τηλέφωνο. Πάντα παθαίνω κάτι όταν την ακούω να πονάει. Φαντάζομαι απλά ότι δεν είναι τόσο σοβαρό. Όχι όσο η δική μου περίπτωση τουλάχιστον. Όχι, όχι, μακάρι να μην είναι.

Πηγαίνω στη πλατεία. Πρέπει να βρω τον κυρ Φώτη τον διανοούμενο. Ελπίζω να έχει κανένα νέο για μένα σήμερα. Του είπα ότι χρειάζομαι να βρω έστω και λίγο. Να κάνω το κομμάτι μου. Να φύγει απλά ο πόνος. 

Ο Φώτης μου λέει πως μιλάνε παντού για παντελή εξαφάνιση. Κανένας δεν έχει, κανένας δε μπορεί να βρει. Μιλάνε για μια περίοδο αγωνίας. Μας βρήκαν απροετοίμαστους. Πού να ξέρεις άλλωστε. Συνήθως νομίζεις ότι έχεις όλο το χρόνο στη διάθεσή σου. "Έλα μωρέ σιγά", μου έλεγε ο Σπιν όταν του έλεγα για τις φήμες. Αλλά να, να που επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά τα τρελά σενάρια και με τον πιο σκληρό τρόπο.

Όλα ξεκίνησαν βράδυ. Σαν ταινία φίλε, βράδυ ξεκινούν όλα τα κακά. Στην αρχή έντρομος ο κόσμος πίστεψε τυφλά τα κανάλια. Όπως πάντα γινόταν άλλωστε, γιατί να αλλάξει κάτι τώρα; Οι ρεπόρτερ λέγανε πως πρέπει να τα καταστρέψουν όλα. Μέχρι και το τελευταίο γραμμάριο. Και αυτό κάνανε. Τα καταστρέψαν όλα. Μέχρι και αυτά τα λίγα που είχαμε για μας. Για προσωπική χρήση. Αυτή ήταν η λύση του συστήματος γιατί δε μπορούσαν πια να ξεχωρίσουν τα καλά από τα κακά. 

Βλέπεις πολλοί τα παίρναν, κάνανε χρήση και μετά ξαφνικά σαν να ξυπνούσαν. Σαν τρελοί τρέχανε στους δρόμους. Φωνάζαν “Βοήθεια!”, “Ψέμα, ψέμα είναι όλα”. Διαχειρίσιμο μεν αλλά οι σειρήνες είχαν αρχίσει από πιο πριν. Έτσι μετά από μήνες, αναταραχές και ξεσηκωμούς, εν τέλει πάρθηκε η απόφαση να γίνουν στάχτη όλα. 

Έτσι πάνε μήνες. Και εγώ, από αυτούς που ξυπνήσαν, βρίσκομαι σε πόνο. Τρέμω και ωρύομαι τη νύχτα από τους εφιάλτες και το κεφάλι που πάει να σπάσει. Πηγαίνω στην τελευταία μου ελπίδα να βρω έστω και λίγο. Είναι μια σέκτα, λένε, τους αποκαλούν Νέγκρα Ρόσα. Δύσκολα άτομα, επιθετικά θα έλεγα. Καχύποπτα, πως να μην είναι άλλωστε. Αυτοί μπορεί και να έχουν να με βολέψουν, έτσι λέει η Κριστιάνια, αλλά μου είπε να προσέχω και να πάρω μαζί μου κάτι πολύτιμο για αντάλλαγμα. Κάτι που δε θα μπορούν σίγουρα να αρνηθούν και να μου δώσουν. 

Βρίσκω έναν από αυτούς. Τους αναγνωρίζεις αν ξέρεις μόνο για ποιούς ψάχνεις. Ξανθός με γυαλιά. Κάθεται έξω από ένα εγκαταλειμμένο κτήριο. Για κάποιο λόγο μου θύμιζε βιβλιοθήκη. Χαμογελάω και με κοιτάει σοβαρός ο ξανθός καθώς μπαίνουμε μέσα. Περπατάμε σε σκονισμένους, και μισοκατεστραμμένους διαδρόμους. Μούχλα και γενικά άπνοια μέσα στο κτήριο. Με πηγαίνει ο ξανθός να γνωρίσω τον "αρχηγό” τους. Τον φωνάζουν λέει, Μάρκος, και απλά να του πω κατευθείαν τι θέλω και τι δίνω γι αυτό. Όχι παραπάνω κουβέντες.

Κοιτάω το ρολόι μου. Έχει πάει 6. Το χέρι μου δεν έχει σταματήσει να τρέμει και ιδρώνω ασύστολα. Ελπίζω να μη το παρατήρησαν και να νομίζουν ότι κάτι άλλο παίζει με τη πάρτη μου. Παρόλα αυτά προσπαθώ να συγκρατηθώ και να δείξω ψυχραιμία. Ο Μάρκος κάθεται σε ένα τραπέζι που μοιάζει με γραφείο. Με κοιτάει, μαντεύω, μέσα από τα γυαλιά ηλίου. Δεν είμαι σίγουρος αν δε μπορώ να διακρίνω τα μάτια του από το πόσο σκοτεινά είναι τα γυαλιά ή από το πόσο σκονισμένα. 

  • Πως σε λένε;
  • Σκιεράτσα
  • Πόσο καιρό έχεις;
  • 2 μήνες τώρα
  • Πονάς;
  • Απίστευτα
  • Ελπίζω να έχεις κάτι για μένα. Καταλαβαίνεις πως αν το δίναμε σε όλους έτσι δε θα δούλευε το πράγμα
  • Έχω κάτι, ξέρω ακριβώς τι πρέπει να κάνω
  • Και τι έχεις λοιπόν για μένα.

Κάνω μια κίνηση στη τσάντα μου. Με κοιτάνε ακόμη πιο καχύποπτα και σηκώνονται σχεδόν τρομαγμένοι. Βγάζω μέσα από τη τσάντα μια πετσέτα. Την ξετυλίγω σιγά σιγά, και βλέπω τον Μάρκος, με την άκρη του ματιού μου να πετάγεται από το τραπέζι που κάθεται και να κατευθύνεται προς εμένα. Πριν προλάβω να το ξετυλίξω καλά καλά μου το παίρνει από τα χέρια και το κοιτάει. Μετά με μια γρήγορη ματιά προς εμένα, κολλάει πάνω μου και μου ψυθιρίζει.

  • Που το βρήκες αυτό;
  • Το είχα κρυμμένο. Όταν έγινε η κάθαρση το κράτησα σε ένα σημείο που δε θα έψαχναν ποτέ. Στα λουλούδια του μπαλκονιού. 
  • Πάντα μισούσαν τη φύση, καριόληδες… Είσαι τρελός να το κουβαλάς μαζί σου φίλε.
  • Δεν το κουβαλάω, σήμερα το πήρα, για να έρθω εδώ.

Ο Μάρκος το κοιτάει και δεν έχει πάρει τα μάτια του για ώρα από πάνω του. "Είναι αυθεντικό" λέει στη κοπέλα με τις τζίβες. Εκείνη χαμογελάει και μου γνέφει καταφατικά. Ο Μάρκος συνεχίζει να το κοιτάει και κουνάει το χέρι του στιγμιαία. Έρχεται δίπλα του μια άλλη κοπέλα και το ακουμπάει. Ο Μάρκος την κοιτάει με περιέργεια.

  • Μελίσσα, πάρε αυτό το λεξικό και πήγαινέ το στον τρίτο. Ο Δημήτρης ξέρει που να το κρύψει. 
  • Μάλιστα Μάρκος
  • Προσοχή ε; Αυτό δεν είναι παιχνίδι. Αν μαθευτεί, έχουμε πεθάνει όλοι. 

Ο Μάρκος φεύγει τώρα και πηγαίνει σε ένα δωματιάκι που μοιάζει με αποθηκάκι. Βγαίνει από μέσα με μια τσάντα. Δεν είναι πλαστική, αλλά πάνινη. Πόσο καιρό έχω να δω τέτοιες, συλλογίζομαι, ξεχνώντας τον πόνο. 

  • Μόλις ήρθες σήμερα και σε είδα, πίστευα ότι θα είσαι από τους κλασικούς φίλε Σκιεράτσα. Έρχονται με εφημερίδες και περιοδικά. Και φεύγουν με άδεια χέρια. Αλλά εσύ σήμερα, είσαι κάπως ξεχωριστή περίπτωση. Ξέρεις τι ψάχνεις. Και εγώ ξέρω τι ζητάς. Γι αυτό θα σου δώσω ένα δείγμα. Αρχικά.
  • Δηλαδή; Τι έχεις για μένα (προσπαθώ να κρύψω την χαρά μου, αν γίνεται).
  • Έχω κάτι που νομίζω ότι θα σε βοηθήσει. Θα σου καταπραΰνει τον πόνο, τουλάχιστον για λίγο.
  • Αυτό θέλω. Βασικά το χρειάζομαι.
  • Το βλέπω. Όμως, όπως σου είπα, η περίπτωση σου είναι ξεχωριστή, μας έφερες αυτό που ακριβώς χρειαζόμασταν. Και σίγουρα δε κάνω λάθος όταν λέω πως είσαι κάποιος που ξέρει ακριβώς τι θέλει. Πες μου, θέλεις να φύγει ο πόνος για καιρό;
  • Τι εννοείς;
  • Πες μου αν θέλεις, φίλε μου.
  • Εννοείται. Κάθε μέρα αυτό σκέφτομαι. Θέλω να τελειώνει. Αλλά δε θέλω να τελειώσω εγώ. Θέλω απλά να βρω, για να νιώσω καλά.
  • Πάρε αυτή τη τσάντα. Βάλ’τη μέσα στη τσάντα σου και πήγαινε κατευθείαν σπίτι σου. Όταν φτάσεις, κλείσε τις κουρτίνες. Αν βεβαιωθείς ότι δε σε βλέπει κανείς, άνοιξέ τη. Αν σου αρέσει αυτό που θα δεις τότε, έλα πάλι εδώ. Πάρε ένα ζευγάρι γυαλιά. Θα τα χρειαστείς έτσι και αλλιώς, αλλά κυρίως συμβολικά. Βλέπεις “αλλιώς”.
  • Σε ευχαριστώ.
  • Πρέπει να φύγεις τώρα.

Παίρνω τη τσάντα και κοιτάω για μια ακόμη φορά τριγύρω. Τα άτομα με κοιτούν σαν με σεβασμό πλέον, σαν να έχουν μια δόση ελπίδας.

  • Σκιεράτσα; 
  • Ναι;
  • Σε ευχαριστούμε.

Η κοπέλα με τις τζίβες χαμογελάει καθώς μου το λέει αυτό και πηγαίνει μέσα σε ένα από τα δωμάτια. Φεύγω. 

Στο δρόμο, γεμάτος αγωνία, προχωράω γοργά. Έχει ήδη νυχτώσει, και με πιάνει πανικός. Αλλά και μια μεγάλη προσμονή να πάω σπίτι, να ανοίξω τη τσάντα. Να δω τι μου έχουν δώσει. Ελπίζω να είναι καλό. Ελπίζω να με βοηθήσει έστω και λίγο. Και ελπίζω να είναι κάτι που θα με κάνει να νιώσω πάλι λίγο άνθρωπος. Ελπίζω, τέλος πάντων, να μη με ξεγέλασαν και να με οδηγήσουν πίσω σε αυτούς. Για ένα μυστήριο λόγο ένιωσα ότι ανήκω εκεί.

Φτάνω στο σπίτι. Η Μαρία με κοιτάει και με ρωτάει αν βρήκα τίποτα. Της γνέφω αρνητικά και πετάει με θυμό το τσιγάρο της στο δρόμο βρίζοντας το σπίτι της. Της εξηγώ πως αυτό δε βοηθάει και την καληνυχτώ.

Ανεβαίνω στο διαμέρισμά μου. Δεν ανοίγω καν τα φώτα και βεβαιώνω ότι όλες οι κουρτίνες είναι κλειστές και δε με βλέπει κανείς απ έξω. Ψάχνω και βρίσκω ένα μικρό κερί. Το κρατούσα από τότε που μια πρώην μου γούσταρε κεριά και μαλακίες για να το παίζουμε ρομαντικοί. Το ανάβω και κάθομαι στη μέση του πατώματος. Ακουμπάω τη τσάντα δίπλα μου και την ανοίγω. Κοιτάω μέσα και το βγάζω προσεκτικά από τη τσάντα. Σκονισμένο, λιγάκι το ανοίγω προσεκτικά και το μυρίζω. Πρέπει να είναι παλιό, έτσι φαίνεται. Αλλά θα κάνει. 

Το φέρνω προς το φως για να μπορέσω να διακρίνω το είδος του. Το μυαλό μου νομίζω πως κατευθείαν μούδιασε στην ιδέα. Χωρίς να το έχω χρησιμοποιήσει ακόμα. Το ξανανοίγω με προσοχή και κοιτάω. Ένα μικρό χαρτάκι πάει να πέσει και το πιάνω. Το διαβάζω. 

“Αυτό εδώ είναι απλά ένα δείγμα. Δε μπορεί να είναι κάτι παραπάνω γιατί το υπόλοιπο έχει καταστραφει. Αν αυτό που διαβάζεις είναι κάτι που θα σε βοηθήσει, ξέρεις που θα μας βρεις. Δεν είσαι μόνος/η. Σε παρακαλούμε μόνο να το γυρίσεις πίσω.”

Το ξανανοίγω για τρίτη φορά. Κοιτάω δεξιά και αριστερά θαρρείς και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Σχεδόν κλαίω. Είναι αυτό που χρειάζομαι. Αυτό που έψαχνα. Επιτέλους, λίγη ανακούφιση. Είναι ένα βιβλίο.

Η πρώτη σελίδα γράφει:

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ

στον αξέχαστο φίλο μου

στον πιστό, τολμηρό, ευγενικό πρωτοπόρο αγωνιστή
του προλεταριάτου

Βίλχελμ Βόλφ.


Γεννήθηκε στο Τάρναου στις 21 του Ιούνη 1809. Πέθανε στην εξορία στο Μάντσεστερ στις 9 του Μάη 1864.

No comments:

Post a Comment